νωτοχορδή

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

η
βιολ. ο πρώτος εμβρυϊκός εσωτερικός σκελετικός σχηματισμός που παρατηρείται στο σώμα τών χορδωτών και του πρώιμου εμβρύου τών σπονδυλοζώων, υπό μορφή λεπτού ραβδίου από κυτταρώδη ιστό και που στα ζώα, από τους ιχθύς ώς και τα θηλαστικά, περιβάλλεται ή αντικαθίσταται από τη σπονδυλική στήλη, αλλ. νωτιαία χορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. notochord (< νώτον + λατ. chorda < χορδή).]