νότα
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
Greek (Liddell-Scott)
νότα: ἡ, τὸ Λατ. nota,= σημεῖον, σύμβολον, Ἀναστ. Σιν, 85Α.
Greek Monolingual
(I)
η
1. μουσ. φθογγόσημο
2. χρώμα, χροιά ήχου ή τόνου
3. μτφ. άτομο ή κατάσταση που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη διάθεση («η παρουσία του αποτέλεσε μια ευχάριστη νότα στη ζωή μας»)
4. φρ. «είναι με τις νότες του» — έχει τις ιδιοτροπίες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nota «σημείο, στίγμα», (πρβλ. αγγλ. note)].
(II)
η (Μ νότα)
(διπλ.) είδος επίσημου εγγράφου που ανταλλάσσεται μεταξύ του υπουργείου τών εξωτερικών μιας πολιτείας και τών ξένων διπλωματικών αντιπροσώπων που βρίσκονται σε αυτήν, διακοίνωση
μσν.
σημείο, σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nota < λατ. nota «σημείο, στίγμα»].