ξενοδεκτώ

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

ξενοδεκτῶ, -έω (Μ)
δέχομαι τους ξένους, περιποιούμαι, φιλοξενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δεκτῶ (< -δεκτος < δέχομαι)].