ξενολεκτώ
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
Greek Monolingual
ξενολεκτῶ, -έω (Α)
χρησιμοποιώ παράξενη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λεκτῶ (-λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριολεκτώ].