ξενολεκτώ

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

ξενολεκτῶ, -έω (Α)
χρησιμοποιώ παράξενη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λεκτῶ (-λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριολεκτώ].