ξενόμορφος

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ξένη μορφή, ξένο σχήμα
2. φρ. «ξενόμορφα ορυκτά»
(ορυκτ.) τα ορυκτά που δεν παρουσιάζουν δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλ. αλλοτριόμορφα ορυκτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπόμορφος, ιδιόμορφος].