ξενύχτης

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξενύχτισσα
αυτός που μένει άγρυπνος τη νύχτα εργαζόμενος ή διασκεδάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. -ης].