ξηρώδης

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρώδης Medium diacritics: ξηρώδης Low diacritics: ξηρώδης Capitals: ΞΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: xērṓdēs Transliteration B: xērōdēs Transliteration C: ksirodis Beta Code: chrw/dhs

English (LSJ)

ες, dryish, looking dry, EM557.27.

German (Pape)

[Seite 279] ες, wie trocken, trocken aussehend, E. M. v. Λάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐνέχων ξηρότητα, Μέγ. Ἐτυμολογ. 557. 27.

Greek Monolingual

ξηρώδης, -ῶδες (Α) ξηρός
αυτός που δίνει την εντύπωση του ξηρού, που έχει ξηρότητα.