ξυλομέτρης

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλομέτρης Medium diacritics: ξυλομέτρης Low diacritics: ξυλομέτρης Capitals: ΞΥΛΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: xylométrēs Transliteration B: xylometrēs Transliteration C: ksylometris Beta Code: culome/trhs

English (LSJ)

ξυλομέτρου, ὁ, official charged with the measuring of earth excavated, PLond.5.1648.8, 13 (iv A. D.).

Greek Monolingual

ξυλομέτρης, ὁ (Α)
υπάλληλος που ήταν υπεύθυνος για την καταμέτρηση της σκαμμένης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. σχοινομέτρης].