σχοινομέτρης
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
German (Pape)
[Seite 1057] ὁ, mit dem Stricke od. der Meßkette messend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν διὰ σχοινίου, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 9. 36, Müller Ἱστ. Ἀποσπ. 2. 209· - μέτρησις, εως, ἡ, Ἀλεξ. Πολύβ. παρ’ Εὐσ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που μετρά με τη χρήση σχοινιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεωμέτρης].