ξύστρο
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
Greek Monolingual
το (Α ξύστρον)
εργαλείο για ξύσιμο, για λείανση, ξύστρα, ξυστήρι
νεοελλ.
1. κηπουρικό εργαλείο για ελαφρά σκαλίσματα
2. ζωολ. όργανο που βρίσκεται στο στόμα τών γαστερόποδων μαλακίων και αποτελείται από σειρά δοντιών
αρχ.
δρέπανο προσαρτημένο σε άρμα («προσηλωμένα τῷ ζυγῷ ξύστρα παραμήκη, τρισπίθαμα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- (πρβλ. αόρ. ἔ-ξυσ-α του ξύω) + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμαστρον)].