οίσω

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

οἴσω (Α)
μέλλ. του ρ. φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω του ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. του ενεστ. φέρω και του αορ. ἤνεγκον (βλ. λ. ενεγκείν), έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται].