Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντοφόρος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος (Α όδοντοφόρος, -ον) αυτός που έχει δόντια
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το οδοντοφόρο
μικρή προεξοχή με μικροσκοπικά δόντια που έχουν στο στόμα τους τα μαλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φόρος. Η λ. ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. ο
dontophorus / odontophore].