πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
οἰκοτριβῶ, -έω (Μ)ζω στο σπίτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τριβῶ (< -τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδοτριβώ, χρονοτριβώ].