οισυουργός

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

οἰσυουργός, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λινουργός].