ομφαλοτρίπτης

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ. λαβίδα με την οποία γίνεται η ομφαλοτριψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + τρίπτης (< τρίβω)].