τρίπτης

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπτης Medium diacritics: τρίπτης Low diacritics: τρίπτης Capitals: ΤΡΙΠΤΗΣ
Transliteration A: tríptēs Transliteration B: triptēs Transliteration C: triptis Beta Code: tri/pths

English (LSJ)

τρίπτου, ὁ, bath-rubber, shampooer, Plu.Alex.40.

German (Pape)

[Seite 1146] ὁ, der Reibende, bes. der im Bade abreibt, frottirt, Plut. Alex. 40.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui frictionne les baigneurs.
Étymologie: τρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπτης -ου, ὁ [τρίβω] masseur.

Russian (Dvoretsky)

τρίπτης: ου ὁ τρίβω банщик Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπτης: -ου, ὁ, ὁ τρίβων τοὺς λουομένους, ὑπηρέτης τῶν λουτρῶν, Τουρκ. «τελλάκης», Πλουτ. Ἀλέξ. 40.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
βλ. τρίφτης.

Greek Monotonic

τρίπτης: -ου, ὁ (τρίβω), αυτός που τρίβει τους λουομένους, υπηρέτης των λουτρών, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τρίπτης, ου, ὁ, τρίβω
a rubber, shampooer, Plut.