μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
ὀνόγαστρις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτή που έχει μεγάλη κοιλιά, προγάστωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + γαστήρ, γαστρός].