μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
(Α ὀξυτονῶ, ὀξυτονέω) οξύτονοςβάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξείααρχ.1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους3. απολήγω σε οξύ άκρο.