οξυφεγγής

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ὀξυφεγγής, -ές (Α)
αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυφεγγής].