πολυφεγγής
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
πολυφεγγές, bright-shining, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.81, Man.2.347, Orph.Fr.274; σελήνη IGRom.4.607 (Phrygia).
German (Pape)
[Seite 675] ές, viel, stark od. hell leuchtend, Ζεύς, Maneth. 2, 347. 460.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφεγγής: -ές, ὁ λαμπρῶς φέγγων, Μανέθων 2. 347, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 43.
Greek Monolingual
-ές, Α
εξαιρετικά λαμπρός, πολύ φωτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσοφεγγής].