Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπλιστής

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) οπλίζω
1. πολεμιστής
2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει
β) αυτός που αποτελείται από όπλα
3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» — η σκευή οπλίτη, η πανοπλία.

Russian (Dvoretsky)

οπλιστής: дор. ὁπλιστάς, οῦ adj. m служащий вооружением, боевой (κόσμος Anth.).