οπώριμος
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
ὀπώριμος, -ον (Α)
οπωροφόρος, καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιμος πιθ. κατά το κάρπ-ιμος].