οσαπλασίων
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
ὁσαπλασίων, -ον (Α)
όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + -πλασίων (< -πλάσιος με την κατάλ. του συγκριτικού βαθμού -ίων), πρβλ. μυριοπλασίων].