οσμίζομαι
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
οσμή
1. μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι
2. μτφ. προαισθάνομαι, υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι.
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
οσμή
1. μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι
2. μτφ. προαισθάνομαι, υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι.