πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
το (ΑΜ ὀστάριον)μικρό κόκαλο, κοκαλάκιμσν.-αρχ.ο πυρήνας, το κουκούτσι του καρυδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + υποκορ. κατάλ. -άριον, με αφαίρεση της κατάλ. -έον].