οὐλοκέφαλος

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλοκέφᾰλος Medium diacritics: οὐλοκέφαλος Low diacritics: ουλοκέφαλος Capitals: ΟΥΛΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: ouloképhalos Transliteration B: oulokephalos Transliteration C: oulokefalos Beta Code: ou)loke/falos

English (LSJ)

οὐλοκέφαλον, = οὐλοκάρηνος 1, Pherecr. 223, Ptol.Tetr.143.

German (Pape)

[Seite 413] = οὐλοκάρηνος, Pherecrat. bei Poll. 2, 23.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλοκέφαλος: -ον, = οὐλοκάρηνος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 66.

Greek Monolingual

οὐλοκέφαλος, -ον (Α)
ουλοκάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κεφαλή.