τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
τοάκλ. συγκέντρωση γνωστών και φίλων για διασκέδαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. party < παλαιότερο αγγλ. partie «μερίδιο, μέρος» < αρχ. γαλλ. partie, θηλ. της μτχ. του ρ. partir «μοιράζω»].