πέτριον
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
v. πετραῖον.
German (Pape)
[Seite 606] τό, ein Kraut, vielleicht = πετροσέλινον, Nic. frg. 5, 2, wo ι lang sein müßte, ist πετραίου zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
πέτριον: τό, βοτάνη, ἴσως τὸ πετροσέλινον, Νικ. Ἀποσπ. 5. 2, ἔνθα ὁ Schneid. ἀναγινώσκει πετραῖον χάριν τοῦ μέτρου.