πίσσανθος

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσσανθος Medium diacritics: πίσσανθος Low diacritics: πίσσανθος Capitals: ΠΙΣΣΑΝΘΟΣ
Transliteration A: píssanthos Transliteration B: pissanthos Transliteration C: pissanthos Beta Code: pi/ssanqos

English (LSJ)

εος, τό, the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand, Gal.11.520.

German (Pape)

[Seite 619] τό, der dünne, obenauf schwimmende Teil des flüssigen Pechs, flos picis, auch πισσέλαιον u. ὄῤῥος πίσσης, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πίσσανθος: -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὅταν ἡ ὠμὴ πίσσα ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς μέρος τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ ὅπερ ὁ Ἱππ. καλεῖ ὀρρός πίσσης, 877Α (πρβλ. ὀρρόπισσα), παρὰ Διοσκ. πισσέλαιον 1. 95.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος.