ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Full diacritics: πᾰνᾰκηδής | Medium diacritics: πανακηδής | Low diacritics: πανακηδής | Capitals: ΠΑΝΑΚΗΔΗΣ |
Transliteration A: panakēdḗs | Transliteration B: panakēdēs | Transliteration C: panakidis | Beta Code: panakhdh/s |
πανακηδές, free from all care, σαύρη, of the salamander, prob. in Nic.Al. 538.
πανακηδής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει καμιά φροντίδα, τελείως αμέριμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀκηδής.