πανικοβάλλω

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

1. προκαλώ πανικό
2. μέσ. πανικοβάλλομαι
κυριεύομαι από πανικό, μέ πιάνει μεγάλος φόβος για κάτι, τρομοκρατούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανικός + βάλλω «ρίχνω, χτυπώ»].