παραβόλως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
audacieusement, témérairement.
Étymologie: παράβολος.
Russian (Dvoretsky)
παραβόλως:
1 смело, отважно (πλεῖν Men.; ἀγωνίζεσθαι Plut.);
2 неожиданно, врасплох (π. καὶ ἀνελπίστως Polyb.).
adv.
audacieusement, témérairement.
Étymologie: παράβολος.
παραβόλως:
1 смело, отважно (πλεῖν Men.; ἀγωνίζεσθαι Plut.);
2 неожиданно, врасплох (π. καὶ ἀνελπίστως Polyb.).