παραδεκτός
English (LSJ)
παραδεκτόν, accepted: acceptable, Jul.Ep.88.
Greek (Liddell-Scott)
παραδεκτός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ δεκτός, Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.
Greek Monolingual
και παραδεχτός, -ή, -ό / παραδεκτός, -ή, -όν, ΝΑΜ παραδέχομαι
αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῖν», Ιουλ.).
Translations
acceptable
Armenian: ընդունելի; Azerbaijani: məqbul, qəbul edilə bilən, münasib; Belarusian: прымальны; Bulgarian: приемлив, допустим; Catalan: acceptable; Chinese Mandarin: 可接受的; Cornish: kemeradow; Czech: přijatelný; Dutch: aanvaardbaar, acceptabel; Esperanto: akceptebla, akceptinda; Estonian: vastuvõetav; Finnish: hyväksyttävä; French: acceptable, admissible; Galician: aceptable; German: annehmbar, akzeptabel; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌽𐌴𐌼𐍃; Greek: παραδεκτός, δεκτός, αποδεκτός; Ancient Greek: παραδεκτός, ἀποδεκτός, ἀπόδεκτος; Hungarian: elfogadható; Icelandic: ásættanlegur; Interlingua: acceptabile; Italian: accettabile; Latin: acceptus; Malayalam: സ്വീകാര്യമായ; Norwegian: antakelig; Polish: akceptowalny, dopuszczalny; Portuguese: aceitável; Romanian: acceptabil; Russian: приемлемый; Spanish: aceptable, asumible; Swedish: acceptabel, godtagbar, tacknämlig; Tagalog: katanggap-tanggap; Telugu: అంగీకార యోగ్యమైన; Turkish: kabul edilebilir, uygun, makbul; Ukrainian: прийнятний; Welsh: cymeradwy, derbyniol