παρατροπικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 504] ή, όν, = παράτροπος 2, Schol. Eur. Andr. 528.
Greek (Liddell-Scott)
παρατροπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρατροπήν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 528.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παράτροπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρατροπή, σε παρέκκλιση, σε εκτροπή, ο παράτροπος.