παρεπιμένω
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
continue, survive, Lyd.Mag.1.12.
Greek Monolingual
Α επιμένω
1. εξακολουθώ να μένω
2. εξακολουθώ να υπάρχω, επιβιώνω.