παριέρη
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
English (LSJ)
ἡ, ex-priestess, Ephesian word in Plu.2.795e.
German (Pape)
[Seite 522] ἡ, gewesene Priesterinn, im Gegensatz von μελλιέρη, Plut. an seni ger. resp. 24.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ex-prêtresse.
Étymologie: παρά, ἱερός.
Russian (Dvoretsky)
παριέρη: ἡ бывшая жрица Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παριέρη: ἡ, πρῴην ἱέρεια, Πλούτ. 2. 795D.
Greek Monolingual
ή Α
(εφεσιακή λ.) πρώην ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἱερή «ιέρεια»].