παρουσίαση

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

η παρουσιάζω
1. το να παρουσιάσει κάποιος κάτι («η παρουσίαση τών νέων στοιχείων στο δικαστήριο μετέβαλε την ατμόσφαιρα)
2. το να συστήσει κανείς κάποιον σε ανώτερό του («η παρουσίαση είχε αυστηρό τυπικό»)
3. η επίδειξη ενώπιον κάποιου («η παρουσίαση τών εκθεμάτων ικανοποίησε τους επισκέπτες της έκθεσης»)
4. η αυτοπρόσωπη εμφάνιση κάποιου σε ανώτερο του
5. (σχετικά με τηλεοπτ. εκπομπή)
μετάδοση, εκφώνηση
6. παράσταση.