παροχέτευση
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
η / παροχέτευσις, -εύσεως, ΝΜΑ παροχετεύω
η διοχέτευση υγρού, οχετού, αυλακιού, διώρυγας προς άλλη κατεύθυνση
νεοελλ.
1. ιατρ. η απαγωγή έξω από το σώμα ή προς άλλο όργανο παθολογικών ή φυσιολογικών υγρών που παράγονται σε μεγάλη ποσότητα, για θεραπευτικούς σκοπούς
2. το τμήμα του ηλεκτρικού δικτύου, του δικτύου υδρεύσεως ή του αγωγού φωταερίου ή φυσικού αερίου που περιλαμβάνει τους αγωγούς ή τα καλώδια με τα οποία μεταφέρεται το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό ή το αέριο από τη γραμμή ή τον αγωγό διανομής στον μετρητή του καταναλωτή.