πασπατεύω

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

και πασπατεύγω
1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω
2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)].