Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πειραματιστής

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

ο, θηλ. πειραματίστρια
1. αυτός που πειραματίζεται, που εκτελεί πειράματα
2. ο ειδικός στην εκτέλεση πειραμάτων, ιδίως επιστημονικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, -ατος + κατάλ. -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].