περιέλιξη

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source

Greek Monolingual

η / περιέλιξις, -ίξεως, ΝΜΑ περιελίσσω
περιτύλιξη, τύλιγμα γύρω από κάτι
νεοελλ.
1. (ηλεκτρολ.) χαρακτηρισμός του τρόπου με τον οποίο ένας αγωγός περιτυλίσσεται για τη διαμόρφωση σπείρας
2. ναυτ. η εργασία κατά την οποία χοντρό σχοινί τυλίγεται με σύστροφο σε κανονικές και πυκνές στροφές
αρχ.
(για επιδέσμους) η τοποθέτηση με πολλές στροφές.