περικτίται

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικτίται Medium diacritics: περικτίται Low diacritics: περικτίται Capitals: ΠΕΡΙΚΤΙΤΑΙ
Transliteration A: periktítai Transliteration B: periktitai Transliteration C: periktitai Beta Code: perikti/tai

English (LSJ)

[τῐ], ῶν, οἱ, = περικτίονες (dwellers around, neighbours, neighbors), Od.11.288.

German (Pape)

[Seite 581] οἱ, = Vorigem, Od. 11, 288.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
c. περικτίονες.
Étymologie: περί, *κτίω.

Greek (Liddell-Scott)

περικτίται: [ῐ], -ῶν, οἱ, = τῷ προηγ., Ὀδ. Λ. 288. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 432.

English (Autenrieth)

=περικτίονες, Od. 11.288.

Greek Monolingual

οἱ, Α
(επικ. τ.) περικτίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κτίται (< κτίζω). Ο τ. εμφανίζει επίθημα -tā και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pari-ksit- «αυτός που κατοικεί τριγύρω» (βλ. λ. κτίζω)].

Greek Monotonic

περικτίται: [τῐ], -ῶν, οἱ, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.