περισκυθισμός
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
English (LSJ)
v. περισκυθίζω, περισκυθιστής.
German (Pape)
[Seite 591] ὁ, das Abziehen der Haut vom Hirnschädel nach skythischer Art, Paul. Aeg. 4.
Greek Monolingual
ὁ, Α περισκυθίζω
η αφαίρεση του τριχωτού δέρματος της κεφαλής με εγχείρηση.