περισκυθίζω

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισκῠθίζω Medium diacritics: περισκυθίζω Low diacritics: περισκυθίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΚΥΘΙΖΩ
Transliteration A: periskythízō Transliteration B: periskythizō Transliteration C: periskythizo Beta Code: periskuqi/zw

English (LSJ)

A scalp in Scythian fashion, LXX 2 Ma.7.4, Phalar.Ep. 147.3 (Pass.).
II as a surgical operation, Gal.18(1).790 (Pass.): —hence περισκυθισμός, ὁ, Id.14.784; ὁ κατὰ θίξιν π. PMed. in Arch.Pap.4.270 (iii A. D.); cf. περισκυφίζω.
III sens. obsc., AP12.95.6 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 591] die Haut des Hirnschädels nach skythischer Art abziehen, scalpiren, τινά, übh. die Haut abziehen, entblößen, Suid.; im obscönen Sinne, Mel. 5 (XII, 95).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σκυθίζω scalperen; seks. de voorhuid terugtrekken, aftrekken. AP 12.95.6.

Russian (Dvoretsky)

περισκῠθίζω: ирон. сдирать кожу, скальпировать (по-скифски) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

περισκῠθίζω: ἀφαιρῶ τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν κατὰ τὸν τρόπον τῶν Σκυθῶν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 4), Φαλάρ. Ἐπιστ. 13· πρβλ. Σκυθίζω. ΙΙ. ὡς ἐγχείρησις χειρουργική, Γαλην. 18. 1, 790· ὅθεν, περισκυθισμός, ὁ αὐτ. 14. 781· ἀλλ’ ἴσως οἱ γνήσιοι τύποι εἶναι περισκυφίζω, -σκυφισμός, οἵτινες καὶ εἶναι ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἐντομῶν περὶ τὸ τριχωτὸν μέρος τῆς κεφαλῆς ἢ ἐν αὐτῷ (πρβλ. ὑποσκυφίζω), ἴδε Ἀέτ. 139 Ald., Παῦλ. Αἰγ. 33Β, 80Β, Λέων ἐν τοῖς τοῦ Ermerins Anecd. Med. 111. III. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἀνθ. Π. 12. 95.

Greek Monolingual

ΜΑ
γδέρνω, αφαιρώ το τριχωτό δέρμα της κεφαλής κατά τον τρόπο τών Σκυθών, με σκοπό τον βασανισμό του θύματος («προσέταξε γλωσσοτομεῖν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν», ΠΔ)
2. παθ. περισκυθίζομαι
κάνω εγχείρηση για να αφαιρέσω το τριχωτό δέρμα της κεφαλής
3. (με αισχρή σημ.) απογυμνώνω («σὸν κέρας Οὐδιάδης περισκυθίσαι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σκυθίζω «φέρομαι όπως οι Σκύθες, ξυρίζω το κεφάλι κατά τον τρόπο τών Σκυθών»].