πετηνίς

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετηνις Medium diacritics: πετηνίς Low diacritics: πετηνίς Capitals: ΠΕΤΗΝΙΣ
Transliteration A: petēnís Transliteration B: petēnis Transliteration C: petinis Beta Code: pethnis

English (LSJ)

κόρις, Hsch. πετηνός, ή, όν, v. πετεινός. πετοῖσαι, = πεσοῦσαι, v. πίπτω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κόρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ένταξη της λ. στην οικογένεια του πετάννυμι ή του πέτομαι παραμένει αμφίβολη (πρβλ. και πετηλίς)].