πετσώνω

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

πετζώνω, ΝΜ πετσί
επενδύω με δέρμα
νεοελλ.
1. δημιουργώ κρούστα, πιάνω πέτσα
2. ναυτ. επικαλύπτω εξωτερικά το σκάφος με σανίδες ή λαμαρίνες
3. δέρνω αλύπητα
4. φρ. α) «τήν πέτσωσα» ή «είμαι πετσωμένος» — έφαγα πολύ, παραχόρτασα.