πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
πετζώνω, ΝΜ πετσί
επενδύω με δέρμα
νεοελλ.
1. δημιουργώ κρούστα, πιάνω πέτσα
2. ναυτ. επικαλύπτω εξωτερικά το σκάφος με σανίδες ή λαμαρίνες
3. δέρνω αλύπητα
4. φρ. α) «τήν πέτσωσα» ή «είμαι πετσωμένος» — έφαγα πολύ, παραχόρτασα.