πιλότος
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ο πλοηγός
2. ο χειριστής αεροσκάφους
3. κοινή ονομασία του ακανθοπτερύγιου ψαριού ναυκράτης
4. φρ. «αυτόματος πιλότος» — διάταξη που χρησιμοποιείται για την αυτόματη πλοήγηση τών αεροσκαφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piloto < παλαιότ. αμάρτυρο ιταλ. pedotta (< αμάρτυρο ελλ. πηδώτης < πηδόν «τιμόνι» ή κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < μσν. ποδότας < ἀποδότης)].