πλαγιότητα

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η / πλαγιότης, -ητος, ΝΑ πλάγιος
1. η ιδιότητα του πλαγίου, πλάγια στάση, θέση ή διεύθυνση
2. γραμμ. η χρήση τών πλάγιων πτώσεων.