πλαγιότητα

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

η / πλαγιότης, -ητος, ΝΑ πλάγιος
1. η ιδιότητα του πλαγίου, πλάγια στάση, θέση ή διεύθυνση
2. γραμμ. η χρήση τών πλάγιων πτώσεων.